σχεδιογραφώ

σχεδιογραφώ
(ε) μετ.
1) чертить; набрасывать эскиз (чего-л.); 2) планировать (что-л.), составлять план (чего-л.), проектировать (что-л.), разрабатывать проект (чего-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σχεδιογραφώ" в других словарях:

  • σχεδιογραφώ — και σχεδιαγραφώ Ν απεικονίζω διάφορα αντικείμενα με προβολή πάνω σε χαρτί ή σε άλλη επίπεδη επιφάνεια, σχεδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιο + γράφω (< γράφος < γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Λ. Καφταντζόγλου] …   Dictionary of Greek

  • σχεδιογραφώ — ησα, ήθηκα, ημένος, απεικονίζω κάτι πάνω σε χαρτί ή άλλη επιφάνεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχεδιογράφηση — και σχεδιαγράφηση, η, Ν η ενέργεια τού σχεδιογραφώ, η απεικόνιση ενός αντικειμένου με προβολή πάνω σε χαρτί ή σε άλλη επίπεδη επιφάνεια, σχεδίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχεδιογραφώ / σχεδιαγραφώ. Ο τ. σχεδιογράφησις μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν… …   Dictionary of Greek

  • σχεδιαγραφώ — Ν βλ. σχεδιογραφώ …   Dictionary of Greek

  • σχεδιογράφημα — και σχεδιαγράφημα, το, Ν το αποτέλεσμα τού σχεδιογραφώ, η παράσταση ενός αντικειμένου με προβολή πάνω σε χαρτί ή σε άλλη επίπεδη επιφάνεια, σχεδιάγραμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιο + γράφημα (< γραφώ < γράφος < γράφω). Ο τ. σχεδιογράφημα… …   Dictionary of Greek

  • σχεδιαγραφώ — βλ. σχεδιογραφώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»